- φτύμα
- το, -ατοςτο σάλιο που φτύνεται, το προϊόν του φτυσίματος, το πτύελο, το απόχρεμμα, η φτυσιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτύμα — το, Ν φτυσιά, φτύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτύνω + κατάλ. μα (πρβλ. κρίμα: κρίνω, πλύμα: πλύνω)] … Dictionary of Greek
φτυσιά — η το φτύμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτύσιμο — το 1. το να φτύνει κανείς. 2. το φτύμα (βλ. λ.), η φτυσιά, η φτυσιματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)